Τι σχέση μπορεί να έχει ο Χερ Σόιμπλε. με τον πιο διεφθαρμένο ταμία κράτους, τον Άρπαλο;
Την ιστορία αφηγείται ο Φελνίκος...
Εχθές η Βουλή παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη τον τέως υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου. Όχι για διαφθορά και μίζες, αλλά για...
απιστία. Ο ίδιος αρνείται σθεναρά την κατηγορία και αρμόδιο τώρα να αποφανθεί για την παραπομπή ή όχι στο Ειδικό Δικαστήριο είναι το Δικαστικό Συμβούλιο. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν έχει σχέση με τον Παπακωνσταντίνου, αλλά είναι τόσον συναρπαστική που ανέκαθεν ήθελα να τη διηγηθώ. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας για να την ιστορήσω.
Αφορά έναν από τους πλέον διεφθαρμένους ταμίες κράτους. Τον μεγαλύτερο ίσως καταχραστή της αρχαιότητας. Τον Άρπαλο, προσωπικό φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θησαυροφύλακά του. Ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου, για να ενισχύσει τη θέση του και να εδραιωθεί στο θρόνο, στηρίχτηκε στους παιδικούς του φίλους και στους πιστούς στρατηγούς του πατέρα του.
Από την ηλικία των 13 ετών, όπου μαθήτευσε στους μεγάλους δασκάλους-παιδαγωγούς της εποχής του, τον Λεωνίδα και τον Λυσίμαχο και από την ηλικία των 16 ετών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη, είχε συμμαθητές πολλούς ευγενείς Μακεδόνες και Έλληνες, συνομήλικούς του, με τους οποίους τον συνέδεε μια ανυπόκριτη, δυνατή και διαρκής φιλία, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Οι πιο γνωστοί από αυτούς ήταν: Ηφαιστίων, Λεοννάτος, Μαρσύας, Νικάνωρ (από την Πέλλα όλοι τους), ο Άρπαλος του Μαχάτα (Ελιμιώτης), Πτολεμαίος ο Λάγου (μάλλον ετεροθαλής αδελφός του από Εορδαία), Νέαρχος (Κρητικός, αλλά από την Αμφίπολη), Ερίγυος και Λαομέδων (Λέσβιοι), Αμύντας και Πευκέστας (αδέλφια), Θεσσαλός ο Κορίνθιος κ.ά.
Όλοι αυτοί πήραν μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ανάλογα με την αξία και τις ικανότητες που είχε ο καθένας τους. Όλοι τους – πλην του Άρπαλου, που ήταν κουτσός – ήταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες. Ο Άρπαλος, λόγω του σωματικού του προβλήματος ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό. Μάλιστα ο Μ. Αλέξανδρος ζήτησε από τον Άρπαλο να του στείλει βιβλία για τον ελεύθερο χρόνο του. Αυτός του έστειλε έργα του Αισχύλου και του Ευριπίδη, την ιστορία του Φιλίστου και ωδές του Τελέστα και του Φιλόξενου.
Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) , όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, ο Άρπαλος πήρε όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα. Οι θησαυροί αυτοί ήταν μυθώδους αξίας, γιατί εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όσοι είχαν βρεθεί στις τέσσερις πρωτεύουσες του περσικού κράτους και σε άλλες μικρότερες πόλεις, αξίας περίπου 700.000 ταλάντων (600 και άνω δισ. σημερινά ευρώ).
Επιπροσθέτως, ο Άρπαλος είχε εισπράξει άλλα 100.000 χρυσά τάλαντα κατά τα πέντε χρόνια της απουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή από φόρους. Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του.
Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πωρωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.
Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά στο όνομα της παλιάς τους φιλίας, φυλάκισε, ως συκοφάντες, αυτούς που τον κατάγγειλαν. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απ’ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι ο Άρπαλος είχε ξαναφύγει παίρνοντας μαζί του 5.000 τάλαντα.
Ο Άρπαλος πίστευε ότι ήταν αδύνατο ο Αλέξανδρος να γυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής. Αυτό το πίστευαν και πολλοί άλλοι που το πλήρωσαν με τη ζωή τους, όταν γύρισε απ’ την εκστρατεία της Ανατολής. Εκτέλεσε όλους τους παραβάτες καταχραστές, βιαστές, συλητές τάφων (π.χ. του Κύρου του Μεγάλου), τρεις στρατηγούς (Μενίδας, Σιτάλκης, Ήρων), τρεις σατράπες, που είχαν σηκώσει κεφάλι και ήταν ασύδοτοι, μαζί με τους συνεργούς στρατιώτες τους, περίπου 600 άτομα στη Βαβυλώνα.
Όταν ο Άρπαλος έμαθε για τις 600 εκτελέσεις, τρομοκρατήθηκε. Μαζί με τα 5.000 τάλαντα πήρε μαζί του τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας. Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, παρόλο που τον είχαν κάνει επίτιμο δημότη τους παλιότερα, λόγω της προσφοράς του προς αυτούς σιταριού και άλλων δωρεών.
Ύστερα από διαπραγματεύσεις τού επετράπη να αποβιβαστεί μόνος. Πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του. Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν. Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή.
Ο Φωκίων και ο Δημοσθένης υποστήριζαν τη μέση λύση. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί ο Άρπαλος στην Ακρόπολη έως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του. Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα. Ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα -τότε ο πλουσιότερος Έλληνας, εφοπλιστής ή τραπεζίτης, δεν είχε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα. Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350. Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε.
Εν τω μεταξύ ο Μ. Αλέξανδρος έθεσε σε ετοιμότητα το στόλο του, έτοιμος να επιτεθεί στην Αθήνα και ύστερα από αυτά ο Άρπαλος δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και τον Δημοσθένη, κανείς όμως δεν προσήλθε στο Δήμο για να απολογηθεί και να αποσείσει τις κατηγορίες. Ο ίδιος ο Δημοσθένης προφασίστηκε ότι ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να μιλήσει. Κάποιοι Αθηναίοι τότε τον κατηγόρησαν ότι το στόμα του δεν το έφραζε το συνάχι, αλλά τα αργύρια.
Έτσι, το θέμα παραπέμφθηκε στις δικαστικές καλένδες. Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός, ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π.Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Α’ και τον σταύρωσε σε δημόσια συγκέντρωση στην Κυρήνη όπου είχε καταφύγει. Στη συνέχεια ένας δούλος του Άρπαλου, που τηρούσε τους λογαριασμούς του, από την Κρήτη, πήγε στη Ρόδο, παραδόθηκε στο Φιλόξενο και του αποκάλυψε τα σχετικά με τα κλοπιμαία.
Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη. Κατά τον Πλούταρχο, επισκέφτηκε τον Άρπαλο στη φυλακή, είδε ότι είχε μια χρυσή βασιλική κύλικα, του άρεσε, την πήρε στα χέρια του, την περιεργάστηκε και ρώτησε τον Άρπαλο πόσο μπορεί να στοιχίζει. Ο Άρπαλος χαμογελώντας του είπε ότι θα του κοστίσει 20 χρυσά τάλαντα. Την ίδια νύχτα του την έστειλε στο σπίτι του, μαζί με τα 20 τάλαντα (περίπου 600 κιλά χρυσάφι).
Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα. Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει στο πενταπλάσιο το ποσό που φέρεται να ιδιοποιήθηκε (κάτι που αμφισβητεί ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αφού, όπως υποστηρίζει, δεν σώζονται σαφή στοιχεία ενοχής) και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. Όμως με τη βοήθεια φίλων του δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απ’ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδο του Δημοσθένη, έστειλαν τριήρη στην Αίγινα για να τον παραλάβει, ενώ του επεφύλαξαν και αποθεωτική υποδοχή όταν κατέπλευσε στον Πειραιά. Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που είχε έλθει από τη Μικρά Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.
Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες ρήτορες και πολιτικοί. Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (322 π.Χ.), για να μην συλληφθεί.
Αυτή είναι η ιστορία του Άρπαλου. Τώρα που το σκέφτομαι -και επειδή στην Αθήνα αφικνείται με “καλούδια” ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και ουσιαστικός ταμίας της της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, της Ε.Ε.- θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ένας σύγχρονος Άρπαλος ενδεχομένως να είναι ο Βόλφανγκ Σόιμπλε.
Όχι φυσικά γιατί είναι χωλός, αυτό θα ήταν ρατσιστικό εάν το έλεγε κάποιος. Ούτε επειδή στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί ότι υπεξαίρεσε ένα σημαντικό ποσόν από το ταμείο του κόμματός του, αυτή είναι μια άστοχη πράξη του παρελθόντος του και δεν θα ήταν σωστό κάποιος να την ανακαλέσει στη μνήμη για να τον ψέξει σήμερα.
Όμως βρίσκω βάσιμη την κριτική που υποστηρίζει ότι η οικονομική πολιτική της Γερμανίας, που ασκείται δια του Σόιμπλε, ισοδυναμεί με αρπαγή της περιουσίας των περιφερειακών κρατών της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Η ιδιοποίηση του πλούτου των Νοτίων από τους Γερμανούς, μέσω των μνημονίων και της ακραίας λιτότητας που έχουν επιβάλλει στις αδύναμες χώρες, πλέον ομολογείται ακόμη και από τους ιδίους. Τα αρνητικά επιτόκια στα γερμανικά ομόλογα και το σκούπισμα των καταθέσεων από τις γερμανικές τράπεζες αποτελούν ένα είδος αρπαγής του θησαυρού των υπολοίπων από τη Γερμανία.
Όταν ο Σόιμπλε έχει καταφέρει τα ελλείμματα του Νότου να είναι τα πλεονάσματα του Βορρά σε τίποτε δεν διαφέρει από έναν κοινό καταχραστή, από έναν θησαυροφύλακα που βάζει χέρι στο κοινό ταμείο. Όσο το σκέφτομαι βρίσκω πολλά επιχειρήματα που θα μπορούσε να προβάλλει κάποιος, ο οποίος θα προσπαθούσε να βρει ομοιότητες ανάμεσα στον Σόιμπλε και τον Άρπαλο. Ακόμη και το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο που ο χερ Σόιμπλε αρνείται να επιστρέψει στην Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος ή ακόμη και τις μίζες της Siemens. Δεν είναι όμως το θέμα μας ο Σόιμπλε…
Φελνίκος
Την ιστορία αφηγείται ο Φελνίκος...
Εχθές η Βουλή παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη τον τέως υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου. Όχι για διαφθορά και μίζες, αλλά για...
απιστία. Ο ίδιος αρνείται σθεναρά την κατηγορία και αρμόδιο τώρα να αποφανθεί για την παραπομπή ή όχι στο Ειδικό Δικαστήριο είναι το Δικαστικό Συμβούλιο. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν έχει σχέση με τον Παπακωνσταντίνου, αλλά είναι τόσον συναρπαστική που ανέκαθεν ήθελα να τη διηγηθώ. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας για να την ιστορήσω.
Αφορά έναν από τους πλέον διεφθαρμένους ταμίες κράτους. Τον μεγαλύτερο ίσως καταχραστή της αρχαιότητας. Τον Άρπαλο, προσωπικό φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θησαυροφύλακά του. Ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου, για να ενισχύσει τη θέση του και να εδραιωθεί στο θρόνο, στηρίχτηκε στους παιδικούς του φίλους και στους πιστούς στρατηγούς του πατέρα του.
Από την ηλικία των 13 ετών, όπου μαθήτευσε στους μεγάλους δασκάλους-παιδαγωγούς της εποχής του, τον Λεωνίδα και τον Λυσίμαχο και από την ηλικία των 16 ετών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη, είχε συμμαθητές πολλούς ευγενείς Μακεδόνες και Έλληνες, συνομήλικούς του, με τους οποίους τον συνέδεε μια ανυπόκριτη, δυνατή και διαρκής φιλία, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Οι πιο γνωστοί από αυτούς ήταν: Ηφαιστίων, Λεοννάτος, Μαρσύας, Νικάνωρ (από την Πέλλα όλοι τους), ο Άρπαλος του Μαχάτα (Ελιμιώτης), Πτολεμαίος ο Λάγου (μάλλον ετεροθαλής αδελφός του από Εορδαία), Νέαρχος (Κρητικός, αλλά από την Αμφίπολη), Ερίγυος και Λαομέδων (Λέσβιοι), Αμύντας και Πευκέστας (αδέλφια), Θεσσαλός ο Κορίνθιος κ.ά.
Όλοι αυτοί πήραν μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ανάλογα με την αξία και τις ικανότητες που είχε ο καθένας τους. Όλοι τους – πλην του Άρπαλου, που ήταν κουτσός – ήταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες. Ο Άρπαλος, λόγω του σωματικού του προβλήματος ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό. Μάλιστα ο Μ. Αλέξανδρος ζήτησε από τον Άρπαλο να του στείλει βιβλία για τον ελεύθερο χρόνο του. Αυτός του έστειλε έργα του Αισχύλου και του Ευριπίδη, την ιστορία του Φιλίστου και ωδές του Τελέστα και του Φιλόξενου.
Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) , όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, ο Άρπαλος πήρε όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα. Οι θησαυροί αυτοί ήταν μυθώδους αξίας, γιατί εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όσοι είχαν βρεθεί στις τέσσερις πρωτεύουσες του περσικού κράτους και σε άλλες μικρότερες πόλεις, αξίας περίπου 700.000 ταλάντων (600 και άνω δισ. σημερινά ευρώ).
Επιπροσθέτως, ο Άρπαλος είχε εισπράξει άλλα 100.000 χρυσά τάλαντα κατά τα πέντε χρόνια της απουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή από φόρους. Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του.
Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πωρωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.
Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά στο όνομα της παλιάς τους φιλίας, φυλάκισε, ως συκοφάντες, αυτούς που τον κατάγγειλαν. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απ’ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι ο Άρπαλος είχε ξαναφύγει παίρνοντας μαζί του 5.000 τάλαντα.
Ο Άρπαλος πίστευε ότι ήταν αδύνατο ο Αλέξανδρος να γυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής. Αυτό το πίστευαν και πολλοί άλλοι που το πλήρωσαν με τη ζωή τους, όταν γύρισε απ’ την εκστρατεία της Ανατολής. Εκτέλεσε όλους τους παραβάτες καταχραστές, βιαστές, συλητές τάφων (π.χ. του Κύρου του Μεγάλου), τρεις στρατηγούς (Μενίδας, Σιτάλκης, Ήρων), τρεις σατράπες, που είχαν σηκώσει κεφάλι και ήταν ασύδοτοι, μαζί με τους συνεργούς στρατιώτες τους, περίπου 600 άτομα στη Βαβυλώνα.
Όταν ο Άρπαλος έμαθε για τις 600 εκτελέσεις, τρομοκρατήθηκε. Μαζί με τα 5.000 τάλαντα πήρε μαζί του τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας. Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, παρόλο που τον είχαν κάνει επίτιμο δημότη τους παλιότερα, λόγω της προσφοράς του προς αυτούς σιταριού και άλλων δωρεών.
Ύστερα από διαπραγματεύσεις τού επετράπη να αποβιβαστεί μόνος. Πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του. Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν. Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή.
Ο Φωκίων και ο Δημοσθένης υποστήριζαν τη μέση λύση. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί ο Άρπαλος στην Ακρόπολη έως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του. Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα. Ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα -τότε ο πλουσιότερος Έλληνας, εφοπλιστής ή τραπεζίτης, δεν είχε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα. Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350. Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε.
Εν τω μεταξύ ο Μ. Αλέξανδρος έθεσε σε ετοιμότητα το στόλο του, έτοιμος να επιτεθεί στην Αθήνα και ύστερα από αυτά ο Άρπαλος δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και τον Δημοσθένη, κανείς όμως δεν προσήλθε στο Δήμο για να απολογηθεί και να αποσείσει τις κατηγορίες. Ο ίδιος ο Δημοσθένης προφασίστηκε ότι ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να μιλήσει. Κάποιοι Αθηναίοι τότε τον κατηγόρησαν ότι το στόμα του δεν το έφραζε το συνάχι, αλλά τα αργύρια.
Έτσι, το θέμα παραπέμφθηκε στις δικαστικές καλένδες. Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός, ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π.Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Α’ και τον σταύρωσε σε δημόσια συγκέντρωση στην Κυρήνη όπου είχε καταφύγει. Στη συνέχεια ένας δούλος του Άρπαλου, που τηρούσε τους λογαριασμούς του, από την Κρήτη, πήγε στη Ρόδο, παραδόθηκε στο Φιλόξενο και του αποκάλυψε τα σχετικά με τα κλοπιμαία.
Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη. Κατά τον Πλούταρχο, επισκέφτηκε τον Άρπαλο στη φυλακή, είδε ότι είχε μια χρυσή βασιλική κύλικα, του άρεσε, την πήρε στα χέρια του, την περιεργάστηκε και ρώτησε τον Άρπαλο πόσο μπορεί να στοιχίζει. Ο Άρπαλος χαμογελώντας του είπε ότι θα του κοστίσει 20 χρυσά τάλαντα. Την ίδια νύχτα του την έστειλε στο σπίτι του, μαζί με τα 20 τάλαντα (περίπου 600 κιλά χρυσάφι).
Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα. Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει στο πενταπλάσιο το ποσό που φέρεται να ιδιοποιήθηκε (κάτι που αμφισβητεί ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αφού, όπως υποστηρίζει, δεν σώζονται σαφή στοιχεία ενοχής) και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. Όμως με τη βοήθεια φίλων του δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απ’ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδο του Δημοσθένη, έστειλαν τριήρη στην Αίγινα για να τον παραλάβει, ενώ του επεφύλαξαν και αποθεωτική υποδοχή όταν κατέπλευσε στον Πειραιά. Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που είχε έλθει από τη Μικρά Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.
Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες ρήτορες και πολιτικοί. Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (322 π.Χ.), για να μην συλληφθεί.
Αυτή είναι η ιστορία του Άρπαλου. Τώρα που το σκέφτομαι -και επειδή στην Αθήνα αφικνείται με “καλούδια” ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και ουσιαστικός ταμίας της της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, της Ε.Ε.- θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ένας σύγχρονος Άρπαλος ενδεχομένως να είναι ο Βόλφανγκ Σόιμπλε.
Όχι φυσικά γιατί είναι χωλός, αυτό θα ήταν ρατσιστικό εάν το έλεγε κάποιος. Ούτε επειδή στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί ότι υπεξαίρεσε ένα σημαντικό ποσόν από το ταμείο του κόμματός του, αυτή είναι μια άστοχη πράξη του παρελθόντος του και δεν θα ήταν σωστό κάποιος να την ανακαλέσει στη μνήμη για να τον ψέξει σήμερα.
Όμως βρίσκω βάσιμη την κριτική που υποστηρίζει ότι η οικονομική πολιτική της Γερμανίας, που ασκείται δια του Σόιμπλε, ισοδυναμεί με αρπαγή της περιουσίας των περιφερειακών κρατών της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Η ιδιοποίηση του πλούτου των Νοτίων από τους Γερμανούς, μέσω των μνημονίων και της ακραίας λιτότητας που έχουν επιβάλλει στις αδύναμες χώρες, πλέον ομολογείται ακόμη και από τους ιδίους. Τα αρνητικά επιτόκια στα γερμανικά ομόλογα και το σκούπισμα των καταθέσεων από τις γερμανικές τράπεζες αποτελούν ένα είδος αρπαγής του θησαυρού των υπολοίπων από τη Γερμανία.
Όταν ο Σόιμπλε έχει καταφέρει τα ελλείμματα του Νότου να είναι τα πλεονάσματα του Βορρά σε τίποτε δεν διαφέρει από έναν κοινό καταχραστή, από έναν θησαυροφύλακα που βάζει χέρι στο κοινό ταμείο. Όσο το σκέφτομαι βρίσκω πολλά επιχειρήματα που θα μπορούσε να προβάλλει κάποιος, ο οποίος θα προσπαθούσε να βρει ομοιότητες ανάμεσα στον Σόιμπλε και τον Άρπαλο. Ακόμη και το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο που ο χερ Σόιμπλε αρνείται να επιστρέψει στην Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος ή ακόμη και τις μίζες της Siemens. Δεν είναι όμως το θέμα μας ο Σόιμπλε…
Φελνίκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου