Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Εκθεση..Πως περασα το καλοκαιρι

Φαιτος το καλοκέρι πιγαμε στο χοριό της μαμας. Κάθε καλοκέρι εκί παμε, λες και δεν έχη τίποτα άλλο να δουμε σε αφτή τη χόρα!
«Κε πολή σου είνε, κάτι άλα πεδάκια καθωνται στο σπίτη τους χιμονα καλοκέρι. Μαθε να ζης με τα λίγα και να λες εφχαριστό γιατή ηπαρχουν κε .....χυροτερα...», μου απαντάη η μαμά όποτε παο να ανήξω το στομα μου.
Για τα καλιτερα δεν μηλαμε στο σπίτη. Μαθένουμε να κανουμε παρεα μονο με τα χυροτερα κε η κουβαιντες που κανουμε είνε αποκλυστικά γιρω από αφτά.
Μια μερα που λετε κυρά δασκάλα πιγαμε για μπάνιο στη θαλασα. Δεν πηγεναμε κάθε μερα γιατή ο μπαμπας δεν ίχε βενζίνι, μου ηπε η γιαγιά που τη ροτησα γιατή η μαμα δε μου λεγε. Εκινο το προί θαέβαλε κρηφά από εμας κε πιγαμε.

Μετά από λίγι ώρα φτασαμε στην παραλεια. Τι ωρέα που ηταν! Αν εξερεσης βαιβεα που έπρεπε να κουβαλισουμε ένα κάρω αχροιστα πράματα κε να τα στισουμε στην άμο. Ομπρελα, τσαντες, ψαθες, πετσαίτες, καρεκλες, το ψιγιάκι με τα νερα κε τα φρούτα...  
Τι τη θέλουμε την ομπρελα δεν έχο καταλάβη. Εμίς όλι την ωρα πλατσουρηζουμε στη θάλασα, η μαμά ξαπλονει να μαβρίσει κε ο μπαμπάς κηνηγάει να κλοτσίσει ένα μπαλάκι κιτρηνο (έτσι πέζονται οι ρακέτες;). Όσο για το φαγοιτο…! Αφτά που έχη το ψιγιάκι έχουν ολα βράση.  
Έχης φάει καφτό γιαρμά κυρά δασκάλα; Φάε κε θα με θημιθης!

Ο μπαμπας μας λέη πως είναι καλίτερα απο τοτε που ήταν αφτός πεδί κε η γιαγιά κουβαλαγε στι θαλασα τα τάπερ με τους παγομένους κεφτεδες, το λιομενο κασέρι κε της ειδρωμένες πατατες. «Σίμερα τρότε κε κανα παγοτο από το περήφτερο» μας λέει. «Του μισου εβρό;;;» του ήπα μια μέρα κε εχασα το παγοτο για ένα μίνα!

Ο κοσμος δεν ήταν πολής. Κάτι λιγοι καθονταν στης ξαπλόστρες πουχε βαλη ενας καντίνας κε οι περεισοτεροι κάτο από της δικές τους ομπρελες. Τι ομπρελες διλαδή; Τη χαρά της ομπρέλας να δης κυρα δασκαλα, λες κε ήχαμε ομπρελοσινέδριο! Μικρες, μαιγαλες, πολίχρομες, η περεισότερες διαφιμηστηκες. Οίδα όλα τα παγοτα κε όλες της τσύχλες πάνω τους. Κε ένας παπούς με το εγκόνι του να καθετε κάτο από μια μηκρή κιτρηνη με τον Τουίτι. Πολί γελασα! Έψαχνα να βρω κε μια με τον Συλβέστρο για να κάνο πλακα του παπου αλλα δεν βρίκα.

Ρότησα το μπαμπά γιατή δεν παμε να κατσουμε κι εμίς στης ξαπλόστρες που είναι πιο ωρέα κε μιραζουν καφεδες κε κοκακόλες. Μου ίπε να το βουλόσο γιατή δεν ειπάρχη σαλιο. Εγώ πάντος έπιασα τη γλόσα μου και ίδα ότι ήχα. Η μαμά με ίδε κε καταλαβα ότι δεν έπραιπε να το πω του μπαμπά γιατή θα θύμονε.

Μέσα στη θαλασα πολά πιτσηρήκια κε γεροι. Τα πεδιά με μπρατσακια κε σανήδες κε η γεροι με γιαλιά κε καπέλλω. Όπου εβλεπες καπέλλω ίξερες ότι από κάτο είταν ή γέρος ή γριά. Ίδα κε τον παπού απο το απεναντη σπίτη, αφτόν με το εγκόνι που όλη μέρα σκούζη σαν τρενο κε μας έχη πάρει τα αφτιά. Πιγα να του μηλήσο αλά ίδα τη μαμά που με αγριοκήταζε κε ξαναμποικα στη θαλασα.

Ίδα στα σόματα όλα τα χροματα. Άσπρι, καφετή, σοκολατένη, μαβρισμένιοι κε ένας κατάμαβρος. Όχι λάθος, αφτός ήταν το γγαρσόνη κε ήταν σταλήθια μάβρος. Παο στηχημα τη γγοφρετα μου ότι αφτός πολί θα γελαη με τις χαζωβιόλες κε τους βλαμενους που κάθοντε με της ώρες κε ψεινονται στον ίλιο. Κε αφού καούν κε βγαλουν φουσκάλες τρεχουν στα φαρμακία για αλειφες!

Φαίτος ήχαμε κε ναβαγοσοστη. Μια κοπελειτσα ήταν. Αδινατουλα, γιμνασμενη κε μαβρισμένη. Ο μπαμπάς μου κε η άλλη μπαμπαδες ρουφαγαν της κυλιές τους κε κίταζαν αφτήν αντι να κιτάνε τη θαλασα. Πιο πέρα ήταν ξαπλομενος ένας κίριος που ήχε καπνησει μισό πακέτο τσηγαρα κε τη χαζευε για ώρα. Ηχε κάνη την αμουδιά τασακι κε τα καρφονε ωρθια, μάλον για να τα μετριση μετά. Κάπια στιγμί σηκοθικε, πιγε στη ναβαγοσόστρα κε της είπε «έχε το νου σου, πάο να πνιγό». Αφτή συμφόνησε μαζί του κε του είπε «άντε πνίξου», αλλά αφτός δεν χάρικε κε τελικα δεν πίγε.

Ένας αλος κιριος λιγο πιο περα νομηζε ότι πσαρεβε. Ήχε αδιάση το κουτακη με τα σκουλεικηα και πσαρη δεν ηχε πιαση. Ωταν τελιοσαν τα σκουλεικακια και δεν ηχε τι να ταηση τα πσαργια εφιγε. Πιο κατο ενας καταμαβρος σα το γγαρσονη παιταγε ένα αδιο πλαστυκο πιατο στο σκιλο του. Ο σκιλος εβλεπε ότι δεν ηχε φαή μεσα και του το πιγεναι πισω να το γεμηση.

Ζίλεψα πολι ένα σοσίβιο που εφερε ένας κιριος για το πεδάκι του. Μισί ώρα το φουσκονε ο δόλιος. Φεναιτε έδοσε πολά για να το πάρη κε δεν είχε άλα λεφτά για φουσκοτίρα. Ώταν το φουσκοσε κε εγινε σα πατζαρη εβαλε μέσα το μπομπηρα που φώραγε ακομα πάνα. Η πάνα μαζεψε νερό κε αν δεν ήταν το σοσίβιο ο μπομπηρας θα ήχε πάη στον πάτο. Αλλά ωρέο σοσιβιο ώμως! Με καστρα, αψήδες, ζογραφυσμενους ιπότες που κινηγαγανε δρακους. Υπερπαραγογί σου λεω κυρά δασκάλα.

Η ώρα ώμως περασε. Αφού η μαμά εβρασε για τα καλά κε ο μπαμπας βαρεθικε να κινηγαει εκίνο το μπαλάκι που από τις κλοτσες είχε γίνη χάλια κε του κρεμονταν η κλοστές, μαζεψαμε τα άχριστα κε μπικαμε στο αφτοκινητο. Τι ωραία ζέστι που είχε μεσα! Η αδρεφή μου που βιαστικε να πιαση παραθηρο τσουρουφλιστικαι κε ολο το βραδι εσκουζε σα το τρενο του απεναντη.

Όταν γηρίσαμε στο σπίτη ο μπαμπας εβαλε να δη ιδίσης. Δεν έχω καταλαβι τι εινε η ιδίσης, πρεπη ώμως να είναι ένα πολί βαρετο πραμα, αφού οι ήδιοι λενε παντα τα ηδια. Ο μπαμπας λεη πως λενε σηνέχια το ηδιο πίημα, αφτό που τους μαθενουν τα αφεντικα τους (δεν ξέρο τι είναι). Αντί ώμως να αγοραση κανα βηβλίο με πιήματα να διαβαση κε κανα κενούργιο, καθαιτε και βλεπη τους παπαγάλους (αφτό το ξέρο πουλιά είναι) να λένε σηνέχια το δικο τους. Γιατή κατιγοράη τους παπαγαλους δεν ξέρο!

Σίμερα ο μπαμπας μου ίδε στη τιλεορασι τον κύριο καράμπελα, βουλεφτή της Νέας Δουλοκρατίας, να του λέη ότι το μαιγάλο μπροβλιμα στη χόρα εινε που δεν μπορουν κάτι βασανησμενοι ανθρώπη που τους λενε επιχιριματίες να απολείουν ωσους υπαλίλους θελουνε ή όσους περησότερους μπορουνε. Αφτοί οι υπαλίλοι πρεπη να είνε πολί κακη ανθρώπη αφού δεν αφίνουν τους άλους, τους καλούς ανθρωπους, σε εισιχία! Τότε ο μπαμπας μου κάτι ίπε για τους αρχιγούς του καράμπελα κε η μαμα του φόναξε να σταματίση γιατή ακούνε τα πεδια και μας έκλισε την πορτα.

Αργωτερα που την άνιξα να παο για κατουριμα ακουσα τους παπαγαλους να λενε ότι ο κιριος ιπουργος θα απολίση μεσα στο σαιπτεβρη χηλιους πεντακοσους παραπανο για να εινε συγουρος ότι δεν θα ιπαρχουν απρώοφτα για τιν επώμενι δοσι του. Πολί το χαρικα που ο κίριος ιπουργος θα παρη τελικα τη δοσι του κε κανι ότι μπορή για να τη συγουρεπση.

Μετα οι παπαγάλοι ήπαν του μπαμπά μου πως ο κιριος ζτουρναρασ ανυσιχή γιατή στους βουλεφτές έχει έρθη μια κιρια που τη λενε κόποσι επηδή λεη ψιφίζουν σινεχια μόνο παιρικοπές κε απολήσεις. Η αλίθια είνε πως κάπια στιγμί το χέρι του χασαπη πιανεται (να τα λέμε αφτά κυρά δασκάλα) κε θέλη ξεκούρασι. Άσε που γεμήζουν τα ρούχα του πητσιλιές. Όσο για το σφαχτό τι να πη; Ότι κουράστικε να πωνάη κε να στάζη;

Ο μπαμπάς αρχησε τότε να λέη κάτι αγνοστες λέξης. Όταν ροτησα τη μαμά μου ίπε ότι ήταν γαλικά. Εγώ ωταν μεγαλοσω δεν θελο να μάθο γαλικά γιατή ωταν τα λες πρέπη να φονάζεις και να κλοτσάς τραπεζάκεια.

Στη θαλασα δεν ξαναπίγαμε. Η μαμα ειχε καή κε την τρεχαμε στο καίντρο ιγίας, η ναβαγοσόστρα μαθαμε πως εφιγε κε ηρθε άλος στι θεσι της που δεν μάζεβε τους μπαμπαδες. Μια μέρα ηπαμε του μπαμπα να μας παη χορίς τη καμενη μαμα αλλα μας ειπε οτι εκτώς από βενζίνι μας ειχαν τελιωση κε η γιαρμαδες!

Πολί μου άρεσε το φαιτινό καλοκέρι. Κε κάτι μέσα μου μου λεη ότι όλα αφτα θα τα ξαναζίσω του χρόνου. Θα ξαναπάμε για μπανιο ωταν βαλουμαι βενζίνι, θα ξαναφάμε βραστα φρούτα, η μαμά θα ξαναμαβρισει το ασπρισμα του χιμόνα, ο μπαμπας μου θα ξανακινιγήσει μπαλάκηα κε θα σινεχίση τα μαθίματα γαλικών.
Κε του χρόνου κιρία...


(Λίγες μέρες μετά…
Η κιρία μου εβαλαι πέντε γιατή έπρεπε λέη να γράψο έκθεσι για το πως παίρασα στης διακωπές και όχι να κάνο ραιπορτάζ (;) στη παραλεια. Στη μέσι τις έκθεσις της τελίοσε κε ο κοκινος στιλός και σταματισε να διωρθόνη. Τιλεφόνισε κε στο μπαμπά μου κε του ήπε ώταν ξαναπάμε διακωπές να έχη έφκερο το τιλέφονο νεβρολόγου γιατή με τόσα νεβρα το εγγεφαλικό το έχη στο τσεπακι του μαγιο)
 http://akivernitos.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου